twitter youtube google

 

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τετάρτη, 28 Μαρτίου 2018 18:18
Εκτύπωση

imageΤο έργο «Η ΧΙΩΤΙΣΣΑ» του εθνικού ποιητή της Κύπρου του Βασίλη Μιχαϊλίδη, όπως θα δείτε, αναφέρεται στην αρπαγή μιας Χιωτοπούλας από τους Τούρκους, στη ζοφερή ώρα  της Σφαγής του 1822 και στο πώς αυτοί την πούλησαν σ' έναν Τουρκοκύπριο Μπέη, ο οποίος την κρατούσε στο χαρέμι του, μέχρι μια άλλη Χιώτισσα πρόσφυγας, που είχε καταντήσει ζητιάνα, να την συναντήσει στη  Λεμεσσό και να την βοηθήσει να ειδοποιήσει τους δικούς της για να έρθουν να την ελευθερώσουν.

Το ποίημα αυτό το βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αφ' ενός γιατί γι' άλλη μια φορά  αναφέρεται στα δεινά που πέρασε ο φιλήσυχος και νοικοκυρεμένος λαός του τόπου μας από τους αιμοδιψείς τυράννους, όταν ξεσηκώθηκε  ζητώντας τη λευτεριά του, αφ' ετέρου γιατί  σε τούτους τους στίχους  αποδεικνύεται πάλι το ότι πάμπολλες δυστυχείς κι ανήμπορες γυναίκες, απ' όλα τα μέρη βέβαια της Ελλάδας κι απ' όλες τις κοινωνικές τάξεις, σύρθηκαν στη δουλεία, κλείστηκαν στα χαρέμια, βιάστηκαν, τούρκεψαν και το χειρότερο γέννησαν και βύζαξαν Τούρκους.

Ένα  ξεχωριστό ενδιαφέρον  παρουσιάζει επίσης και το γλωσσικό ιδίωμα στο οποίο έχουν γραφτεί  οι στίχοι  κι έχει τόσο γλαφυρά αλλά και με τέτοιο ρυθμό αποδοθεί η αγωνία, το πάθος και το συναίσθημα, που το τραγούδι  κι η τραγική του πρωταγωνίστρια έμειναν στο στόμα του λαού της Κύπρου και τραγουδιούνται  μέχρι σήμερα.

Να γιατί  το αναρτώ λοιπόν-μαζί μ' ένα μικρό βιογραφικό του ποιητή-κι ελπίζω να το βρείτε  κι εσείς ενδιαφέρον κι άξιο!

 

                                              

 Η  ΧΙΩΤΙΣΣΑ

 

Αντάν εκόψαν τους Δεσποτάες

 

μεσ' τζιείν  τα βάσανα τα πολλά

πούρταν  καμπόσοι Αρναουτάες 

στην Λεμεσόν με τον Χατζιαλάν*1

τζι είχαν τον μαύρον χάρον μιτά τους

τζι ο κόσμος έτρεμεν τ' άρματά τους,

πούτουν οι τόποι νεκατσιασμένοι*2

κάθε  καντούνιν τζιαί μαχαλλάς

τζι ήτουν στα σπίθκια  τους τρυπωμένοι

που τα σουρούπια του φου οι λας,

πάνω στην βράσην τζιειν' του θανάτου

εις της  Αγιάνναπας την μερκάν

τα λιοβουτήματα 'νου Σαββάτου

πόξω μιας πόρτας είσιεν μιαν ρκαν,*3

δκιακονητίναν τζι επαρακάλεν

με την βραγνήν της φωνήν τζι ελάλεν:

-Κάμε τζιυρά μου το ψυσιηκόν σου

τζι εμέν τ' ανήμπορου του μιστού

να σου χαρύν' ο Θεός το φως σου

τζι ας εν για τ' όνομαν του Χριστού.

Ευτύς αννοίει τζιαί ποσιεπάζει*4

πόναν πορτίν του παναθυρκού

πουπανωθκιόν της τζι αναστενάζει

σγιαν την αγγέλισαν μια Τουρκού.

Θωρεί την ρκαν τζιαί πάλε θωρεί την

τζιαί με το νέψιμον της καλιεί την.

Η ρκα  εβώβωσεν στην θωρκάν της

τζι εν είπεν λόον ποτζιεί τζιαί τζιείγΓιατ' είδεν άρπα την ομορκιάν της

τζι εστάθην τζι έμεινεν ξηστιτζιή*5

Αναστενάζ' η Τουρκού π' αππέσω

τζι είπεν παρίλυπη σιανά:

-Βουράτε σκλάβες φέρτε την έσσω

τουν' την Ρωμαίσσαν που δκιακονά.

Τζι ευτύς οι σκλάβες με την χαράν τους

βουρούν τζι εφέραν την στην τζιυράν τους.

Ότι τζι εστράφηκαν τζι εσταθήκαν

τζι εκαρτερούσασιν να τους πει

μ' έναν της νέψιμον εχαθήκαν

άψαν τζι εσβήσασιν σγιαν αστραπή.

Πριχού ν'αρτζιέψει να πει το πειν της

η πληξιμιά*6 η Τουρκού στην ρκαν,

το κλάμαν έπνιξεν την φωνήν της

τζιαί πκιον δεν είσιεν παρηορκάν.

Αννοίει η ρκα τζιαί παρηορά την

tζι ούλλα την μάναν της αρωτά την:

-Είν' τιάσιες κόρη μου πικραμμένη

τζι έσιεις  τα μάθκια σου ποταμούς ;

Πε μου τζιαί μεν πεις πως είμαι ξένη

δεν έσιει πλάσμαν δίχως καμούς.

Μέσ' τουν τον κόσμον, κόρη μου, ζιούμεν

τζι έχουμεν ούλλοι μας το γραφτόν

που την βουλήν του Θεού να βκούμεν

δεν είνα κόρη μου βολετόν.

Έχουμεν ούλοι δικούς θαμμένους

ο χάρος πκιούς δεν έσιει καμένους ;

Η πλήξη πούπαθεν η καρκιά σου

σφάζει τζιαί Τούρκον τζιαί Χρισκιανόν

θέλω να μείνω κόμα μιτά σου

τζι ας πα να χάσω τον σπερινόν.

Περίτου*7 άψασιν τα λαμπρά της

περίτου η πλήξη την συμπουρκά*8

περίτου έκρουσεν η καρκιά της

απού τα λόγια πούπεν η ρκα.

Τζιαί σαν αρνάδα νεροκαμένη

ππέφτει στο στήθος της ρκας κλαμένητΤζι αρτζιέφκει φίλημαν του σταυρού της

τζι η σκοτωμένη της η φωνή

κρυφή εξέβητζιεν του λαιμού της:

-Αχ' είμαι θκειούλα μου, χρισκιανή.

-Πάψε τα δάρκα σου πκιον κανεί σε

πάνω στες βούτσιες*9 σου να τζιυλούν

τζιαί πε μου, κόρη μου, πόθθεν είσαι

τζιαί τόνομαν σου πώς το λαλούν ;

-Από την Χιον την ματζιελλεμένην

τζιαί τόνομάν μου, λαλούν μ' Ελένην.

-Τζιαί πκιοί, κορούλλα μου, σ'ετουρτζιέψαν

τζιαί πκιοι σου κάμαν τουν το κακόν ;

Γονιούς έν είσιες, εν σε γυρέψαν ;

Μάγκου*10 εν είσιες μακροδικόν ;

-Τζιαί που εν τζιείνος ο νους, α θκειούλλα

τζιαί τζιείν' η όρεξη τζι η ζωή,

τζιαί που εν τζιείν' η γερή καρτούλλα

πουν να τα πει τζιαί να μεν ραεί ;

Θωρώ νεκρούς κόμα  ομπροστά μου

τζι εν βοασμός κόμα μεσ' τ' αφκιά μου.

Ήτουν της σόρτας*11 μου, θκεια τζι εμέναν

να δω την Χίον μου ματζιελλιόν

να ππέσω δίχως γονιούς  στα ξένα

τζιαί να με τρώει το νεκαλιόν*12.

Ή Τρίτη, εν μέρα καταραμένη

τζι ήτουν η μέρα τουν του κακού

τζι είμαστιν έσσω μας τρυπωμένοι

απού τον φόον του μασερκιού.

Τζιαί με τον φόον εις την καρκιάν τους

οι λας εβγήκαν εις την δουλιάν τους.

Που τον τζιαιρόν της Λαμπρής που κάμαν

τζιείν' τ' αλλησμόνητον ματζιελλιόν

που τότες' εν μας λείπει το κλάμαν,

πάντα με πίκρες τζιαί νεκαλιόν.

Τζειν' την ημέραν τζιαί τζιείν την ώραν

που γίνην πάλε τουν'το κακόν

ο αρφός μου ήτουν  έξω στην Χώραν

τζι ο τζιύρης  μούτουν  εις το χωρκόν.

Οι Τούρτζιοι έξω αρματωμένοι

εκαρτερούσαν  τριβιτζιασμένοι*13.

Εγιώ τζι η μάνα μου, οι πικραμμένες,

είχαμεν πάντα παρατζελιάν,

τζι ήμαστιν έσσω ρομανισμένες*14

ποσκολισμένες εις την δουλιάν.

Εγώ επότιζα τα καβάτζια*15

τζι ήταν το χώμαν πολλά σκλερόν

τζι είχαν τζιαί σύρπην πολλήν τ' αυλάτζια

τζι ούλον τζι εστάλωννεν το νερό.

ήμουν βκιαστή τζιαί δυσπυρκασμένη* 16

ήμουν δρωμένη τζιαί ποσταμένη.

Η μάνα μούσιεν να ξηντιλήσει*17

του πιθαρκού τον καταστατόν

τζι επεριπκοιέτουν ν' ανατζιηνίσει*18

νάκκον*19 προζύμιν για ζυμωτόν.

Θεέ μου, μεν δώκεις έτσι σόρταν,

κάλλιον το πλάσμα να μεν πλαστεί.

Ακούω μιαν μπουμπουρκάν στην πόρταν

τζιαί ππέφτ' η πόρτα χαμαί σωστή

τζιαί μ, έναν βρύχος τζι έναν χοχόϊν*20

έδωκεν έσσω το τουρκολόϊν.

Εγιώ τιτσίρα*21,μεσοντυμένη,

που την πολλήν μου την άντροπήν

έμεινα μες, τα δεντρά χωσμένη

τζι είχα τα μμάδκια μου σαν αστραπήν. 

Επεριπκοιούνταν να μπουν να σφάξουν

να μπουν ν' αρπάξουσιν, τζιαί πριχού

που την αυλήν κόμα να δκιαλλάξουν

έμπην της πόρτας κατά λαχού

αρματωμένος ευτύς ο αρφός μου

τζι ούλα που νάμπηκεν ο Θεός μου.

Λαλεί τους: Τούρτζιοι σταθήτε πίσω

αν ιδκιαλλάξετε ασιελλιάν*22

εν να βουττήσω να σας μελίσω*23

τζιαί τζιείνοι επαίξαν μιαν πιστολιάν.

Ότι τσι' ακούστην η πιστολιά τους

ευτύς σκουλλίζει τον ο θυμός

τζι επλατυδκιάστηκεν ομπροστά τους

τζι'εγίνην κοτσιηνος τζιαί χλωμός

τζιαί θαμπωμένος οπού το γαίμαν

άρτζιεψεν πόλεμον τζι επολέμαν.

Τ' άρματα πκιον εστραφτοκοπούσαν

επουμπουρίζαν οι πιστολιές

τζιαί τα κορμιά εκουτρουμπελούσαν

κατακομμένα που τες ππαλιές.

Έτυσιεν ένας να με πισκάσει*24

τζι έπκουταν ούλλα τον ποταμόν

ούλλα τον σίφφουναν να με πκιάσει

τζι εφώναξά του με τον θυμόν :

-Φύε παράπλασμαν, μεν με πκιάσεις

φύε, κοντά μου μεν κοστερκάσεις,

εβλέπου πάνω μου μεν τανύσης*25

γιατί μεινήσκεις ευτύς λορός*26.

Σύρνω την τσάππαν μου πηλωμένην

να τον ιρτώσω μεσ' τα μυαλά

μα τζιείνος έριψεν με φυρμένην

με μιαν γροθκιάν του μες τα πηλά.

Δεν είχα μάναν, δεν είχα τζιύρην

μήτε κανένα να με ποφύρει

τζιαί πκιον εν ένωθα θκειούλλα τάξην

έμεινα τέλια σαν την νεκρήν

ήτουν κάλλιον μου νάην με σφάξει

παρά να ζω, τσι ζωήν πικρήν.

Ύστερα πούφερα τα μυαλά μου,

άκουσα τούρτζιτζιην συντυσιάν*27

είδα τουρκούες πολλές κοντά μου

τζι εφόρουν τούρτζιτζιην φορεσιάν.

Τούρτζικον σπίτιν, τούρτζικα ούλα

που νάην μεν είεν πλαστώ θκειακούλλα.

Γυρεύκω, έλειπεν ο σταυρός μου

πούχα κρεμμάμενον στον λαιμόν.

Άχ, είπα,αρνήθην με ο Χριστός μου

τζιαί πκιον εγύρευκα σκοτωμόν.

Γύριση μέρα πριν να χαράξει

πριχού να κράξουν οι πετεινοί

τζιαί κόμα πλάσμαν πρίν να δκιαλλάξει

μες, τζιειν τήν χώραν την σκοτεινήν,

με τουν τον μπέην που να λορώσει

παίρνουν με κάμποσες και καμπόσοι

σ' έναν καράβιν σαρπαρισμένον

τζι ηύρεν τον άνεμον περισσόν

τζι ευτύς ελλάμνισεν το κλεισμένον*28

τζι ήρταμεν ίσια στην Λεμεσόν.

Πάσκισε, θκειούλλα μου, να γλυτώσω

τζιαί σαν να χτίζεις μιαν εκκλησιάν.

-Μπορώ το γαίμαν μου να σιενώσω

μα δέν σ, αφίνω  μεσ' την Τουρτζιάν

μπορώ τον κόσμον να τον χαλάσω

για νάβρω τρόπον να σε ποσπάσω.

-Ννα δκυο χρουσά για να'ψεις λαμπάες

στην Παναγίαν τζιαί τον Χριστόν,

κάμε παράκλησην με παπάες

να βοηθήσουν να ποσπαστώ.

Βκαίνν' η γερόντησσα, πκιάνει στράταν

τζιαί μπαίνν' ο μπέης με μιαν τουρκούν

τζιυπαρισσόκορμην, μαυρομάταν

μεσόχλωμην τζιαί στεγνοβουκκούν.

Θωρεί την καλήν του δαρκωμένην

στα γόννατά της ποπουππισμένην.

Λαλεί της :Είντά' σιεις, Κιουλσαπά *29 μου

τζι είσαι κλαμένη πάλε τώρα ;

Που τον τζιαιρόν που σ' έχω μιτά μου

εν είες στάξην τζιαί σου χαράν.

Έχω σε με' τα χρουσά χωσμένην,

είσαι χωσμένη μεσ' τα καλά

είντα σιεις τζι είσαι πάντα κλαμένη

τζιαί η μουτσούνα σου δεν γελά ;

Άν έσιεις τίποτε που σου λείπει

πε μου, γιατί να σε τρω' η λύπη ;

Άν πεις πο' σκλάβες, έσιεις βριμίδιν,

αν πεις πο' σκλάβους, έσιεις κοπήν,

αν πεις πο' ρούχα τζιαί πο' στολίδιν,

έχω σου στοίβες, δεν θέλω πειν.

Εσέν πο' ούλες σας, Κιουλσαπά μου,

ήρτεν η σόρτα σου βολικά

τζι έππεσες άρπα στα μερτικά μου

για να δκιαβαίνεις βασιλικά.

Είντα κακόν εν τούτο μιτά σου

τζι εν ημπορεί να χαρ' η καρκιά σου ;

Αν τύσιει  τζι είπεν καμιά Ρωμαίσσα

πως έσιεις Τούρκον να σ' αγαπά

τζιαί η καρκιά σου κρούζει πομέσα,

πε μου το, μεν κρυφτείς, Κιουλσαπά.

Κάμνω να κλάψουν ευτύς μανάες

τον κόσμον κάμνω τον γερημιάν,

στήννω σου πύρκους με τζιεφαλάες,

στήννω συ κάστρα με τα κορμιά

κάμνω σου θάλασσαν με το γαίμαν

ευτύς τζιαί βρίσκω πκοιός εν το θέμαν.

Τζι αν θέλεις, σφάξε τον μανισιή*30 σου

αν θέλεις κάψε τον ζωντανόν

αν θέλεις, μέλισ' τον απατή σου

ναύρεις σιούρκασην τζιαί παμόν.

-Μούλλωσε, μεν μου πεις παραπάνω,

δεν θέλω φόνους τζιαί ματζιελλιά,

ακούω τζι εν ημπορώ ν' ανασάνω

βρίξε*31 πκιον πε μου για τα παλιά.

Εμέναν άλλος εν ο καμός μου

ζιουν οι γονιοί μου, ζιει ο αρφός μου.

-Ο ένας, εν ιξέρω ο γονιός σου

να πω το ψέμαν είντα  φελά,

όμως η μάνα σου τζι ο αρφός σου

ζιούσιν τζι οι δκυό τους τζι εν  καλά.

Τούτ' η χανούμισσα η νιοτάτη

ήτουν κλαμένη μεσ' τα στενά,

πο τον αγάν της ήτουν φευκάτη

 τζιαί για να μεν μείνει να πεινά,

άησ' την έσσω να ζιεί μιτά μας

νάν με τες άλλες σκλάβες κοντά μας.

Τότες ο Μπέης δειπνά τζιαί φεύφκει

τζιαί πάει έσσω του Χατζαλιά

τζιαί η χαρά του τζιεί περισσεύκει

Γιατ' ήτουν φίλοι τζι οι δκυο πολλά.

Τότες ρωτά η τζιυρά την ξένην

μισοκλαμένην τζιαί σιανά

πώς την λαλούσιν τζιαί πόθθεν ένι

τζιαί πώς ευρέθην μεσ'τα στενά.

-Μεν μ'αρωτάς, τζιυρά, τζι η καμένη

είμαι πολλές πίκρες ποτισμένη.

Είμαι νοστάρμαστη*32 με τρεις άλλες

μ' έναν τζι οι τέσσερεις ασκερλήν

τζι ελοοφέραμεν τες προάλλες

τζιαί το κακόν εγίνην πολλύν.

Έσιει πο τότες καστιορούν με

τζιαί μέρα νύχταν ξητιμασιές*33,

ό,τι τζι αν τύσιει κακολοούν με

η φάκκα πάνω της Αϊσιές.

Άννοιξα τζι έβκηκα γιάλι-άλι

τζι έπκιασα στράταν τζι όπου με βκάλει.

Είμαι χανούμκατη πο την χώραν

τζιαί πο γενιάν τζιαί σόρταν καλήν,

που νάην κάψ' ο Θεός την ώραν

που εγεννιούμουν  εις το σελλίν*34

Ήρτεν η Πέφτη τζιαί πριν σιγράσει

τριβιτζιασμέν*35 η Τουρκού σιυφτή

θωρεί π' αππέσσω πο το καφάσιν

τζι η ρκα χαρούμενη τζιαί βκιαστή

έρκετουν έσσω της σκομαχώντα.

Πέμπει τες σκλάβες ευτύς βουρώντα

τζιαί παν τζι εφέραν της την κοντά της

τζι είδαν πως ένεψεν την τζιυράν

τζι ευτύς εφύασιν π'ομπροστά της

τζι αρτζιεύκει η ρκα γεμάτη χαράν :

-Ήρτεν, Ελένη μου, ο αρφός σου

τζι εκούτσιησά *36 του τα μια χαρά

τζι εσυνορτζιάσαμεν τον φευκόν σου

τζι εν το καράβιν τζιαί καρτερά.

Αύκοψες*37 νάσαι συνορτιασμένη

νάσαι σασμένη, περιποιημένη

τζι εν να σου φέρω τζι εν να φορήσεις

ρούχα τους ναύτες μιαν φορησιάν

να βκεις μιτά μου να μου κλουθήσεις

εις τον γιαλόν σε μιαν εκκλησιάν.

Η Αϊσιέ  π' ακούει χωσμένη

που την αρκήν ως την υστερκάν

σιενώννετ' έσσω σαν πελλαμένη

τζιαί βάλλει μιαν φωνήν εις την ρκαν :

-Εις το Χριστόν μας τζι εις τα παιδκιά σου

να φέρεις δκυο φορησιές μιτά σου

λαλούν με Άνναν τζι είμαι αρπαμένη

από την Χιον τζιαί πο ταπισών

είμαι η άχαρη πουλημένη

τζιαί γορασμένη στην Λεμεσόν.

-Κόρη μου, σφάζουν μας σαν αρνάες,

βρίξε για όνομαν του Θεού.

Εν είες ,κόρη μου, οι Δεσποτάες

είνταν που πάθασιν τζια μπροού ;

Βλέπεστε κόρη μου,με τον νου σας,

να μεν πολλύνετε τους καμούς σας.

Εγιώ έννα φύω τζι εσείς σαστείτε,

να μεν σας νώσει η μια σας μερκά

αν πεθυμάτε να ποσπαστείτε,

είπεν τους τζι έφυεν πκιον η ρκα.

Άρτζιεψαν πκιον να  περιποιθούσιν

τζιαί τους  άγιους να τάσσουν τζιερκά

τζιαί τους άγιους να  παρακαλούσιν

για  νάρτ' η ώρα που εν νάρτ' η ρκα.

Ήρτεν ο Μπέης τζι ένεην έσσω

τζι είεν την τζι  άψεν ευτύς π'αππέσσω.

Λαλεί: χαϊρ ολλά, Κιουλσαπά μου,

θωρώ τα σιείλη σου γελαστά

είσαι χαρούμενη τζι η καρκιά μου

που την χαράν μου φυλλοπετά.

Πάλ' εν να γράψω για τους γονιούς σου

πάλ' εν να μάθω τζι εν να σου πω

να σε ποσπάσω πο τους καμούς σου

να μ'αγαπάς τζιαί να σ' αγαπώ.

Ψης*38 τζι ο παράδεισος εν ομπρός μου

τζι ο κόσμος ούλλος ψης τζι εν δικός μου.

Έδκιον το γαίμαν μου να ξεννοιάσεις

Να σου γυρίσ' η πλήξη χαρά,

για να σε δω να χαμογελάσεις

για να σε δω σαν είσαι τωρά.

Είδα σε τζι άνοιξεν η καρκιά μου

ποττέ μου δεν είδα  έτσι χαράν

θέλω να σιαίρεσαι Κιουλσαπά μου

να σ' εύρω τζι αύκοψες σαν τωρά.

-Ένας Θεός ιξέρει που πάνω

μπορεί να σιαίρουμαι παραπάνω

μπορεί να σιαίρουμ' εγιώ περίτου

μπορεί να πλήσεις εσού πολλά,

στον κόσμον γένεται η βουλή του

τζιείνου τ' αθώρητου στα ψηλά.

Ό,τι εν γραφτόν σου τζι εσέν τζι εμέναν

απού τον Πλάστην μας εν δεχτόν

για νάν' ο άνθρωπος πάντα έναν

έν εν Αλήμπεη βολετόν.

-Τούτα τα λόγια σου τα μελένα

πο την καρκιάν σου εν εβκαρμένα,

τζι εν ούλλον δίτζιον τζιαί μετρημένος

ο κάθε λόος σου που λαλείς

τζι ευτύς χαρούμενος τζι αππωμένος

δειπνά τζι εξέβηκεν ο Αλής.

Γύριση μέρα λαλεί : σαστείτε

ούλες οι σκλάβες τα δειλινά

να πάτε νάκκον να δκιανεφτείτε*39

εις τα περβόλια τζι εις τα στενά.

Παρασιευκήν ημέραν εν κρίμαν

νάσαστιν έσσω σαν μεσ' το μνήμαν.

Εσού,  Αϊσιέ, να μεν πας μιτά τους

με τουν' τα ρούχα σου δεν φελάς

τζιαί δεν τερκάζουν με τα δικά τους

να μεν αντρέπουνται πο τους λας.

Ήρτεν το δείλις τζι οι σκλάβες πάσιν

να δκιανευτούσιν τζιαί να χαρούν

τζιαί τζιείνες πόσσω πο το καφάσιν

θωρούν την στράταν τζιαί καρτερούν

τζι είχαν χαράν τζι εστονοχωρκούνταν

τζι από τα σιαίρουνταν εθαρκούνταν

πως ήτουν  Πάσκαν τους τζιείν' η μέρα

πως  ήτουν ζάχαρης οι καμοί

τζι από τα δε τζι από τα καρτέρα

πως ήτουν χρόνος η σταλαμή.

Βουτά ο ήλιος τζι η ρκα εφάνην

τζι αντάν την είδασιν πκιον την ρκαν

σγιαν να ποσπάστηκαν με φερμάνιν

από την μαύρην κρεμμασταρκάν*40.

Έρκεται τζι έμπηκεν ποσταμένη

δκια τους τα ρούχα τρεμουσιασμένη

τζιαί γληοράτε, βκιαστείτε νάκκον

να βκούμεν έξω με το καλόν

τζιαί καρτερούν μας άλλοι στον λάκκον

Τζι άλλοι στην βάρκαν εις τον γιαλόν.

Ότι τζι εντύθηκαν τζι εξεβήκαν

τέσσερ' ασσιέλια τζι έναν τζιαιρόν

εις την Μητρόπολην ευρεθήκαν

 τζι ελακκοσύρναν ναύτες νερόν.

Ήτουν ο αρφός της με τα κοπέλια

του καραβκιού τζιαί με τα βαρέλια

τάχα πως ήρτασιν για να πκιάσουν

νάκκον νερόν πο την εκκλησιάν,

μήαρε*41 ήρταν για να ποσπάσουν

τες δκυο κοπέλλες πο την Τουρτζιάν.

Λαλούν της :Θκειούλα Χατζημαρία

εν ν' αγρυπνούμεν στες εκκλησιέςγ

για σεν που γίνηκες η αιτία

τζι εποσπαστήκαμεν δκυο φτωσιές,

Τζι ευτύς αρπάξαν με τα κοπέλια

πως ετανούσαν εις τα  βαρέλια

τζιαί μεσ' την βάρκαν εκατεβήκαν

τζιαί μεσ' την βάρκαν με δκυο κουπκιές

εις το καράβιν τους ευρεθήκαν

τζιαί ποσταμένες τζιαί χαροπκοιές.

Πο το καράβιν πκιον εδικλούσαν

τζι είχαν τ' αμμάτιν τους στην στερκάν

τζιαί τον Θεόν επαρακαλούσαν

να ξαναδούσιν νάκκον την ρκαν*42.

Πόξω η ρκα που κρυφοπελλέταν*43

που την πολλήν της χαράν επέταν.

Τότες ευτύς τα παννιά ορσάραν

τζι επκιάσαν πέλαος τον γιαλόν

τον Κάβο-Γάττην εκαβατζάραν

τζιαί πκιον επήαν εις το καλόν.

Ετυμολογικό λεξικό.

1) Χατζαλιάς   =  όνομα Τούρκου

2)Νεκατσιασμένος  =  σιχαμένος, αυτός που προκαλεί ανατριχίλα.

3) Ρκα  =  γρια (Παναγιά)

4) Ποσιεπάζει  =  ρίχνει μια ματιά.

5)Ξηστιτζιή  =  εκστατική.

6).Πληξιμιά  =  στεναχωρημένη.

 7)Περίτου  =  περισσότερο.

8)Συμπουρκά  =  τριβελίζει.

9)Βούτσιες  =  μάγουλα.

10)Μάγκου  =  τουλάχιστον.

11)Σόρτα  =  τύχη.

12)Νεκαλιόν  =  μοιρολόϊ.

13)Τριβιτζιασμένοι  =  βιαστικοί.

14)Ρομανισμένες  =  μανταλωμένες.

15)Καβάτζια  =  λεύκες.

16)Δυσπυρκασμένη  =  στεναχωρημένη.

17)Ξηντιλήσει  =  (εδώ) καθαρίσει.

18)Ανατζιηνίσει  = αναπιάσει (κυριολεκτικά = να ανανεώσει)

19)Νάκκον  =  λίγο.

20).Χοχόϊν  =  φασαρία.

21) Τιτσίρα  =  γυμνή.

22)Ασιελλιάν  =  δρασκελιά.

23)Μελίσω  =  διαμελίσω.

24)Πισκάσει  =  εντιπίσει.

25)Τανύσης  =  απλώσεις (χέρι).

26)Λορός  =  άχρηστος,παράλυτος.

27)Συντυσιάν  =  ομιλία .

28)Κλεισμένον  = καταραμένο.

29)Κιουλσαπά  =  ρόδον του μπαξέ (εδώ γυναικείο όνομα).

30)Μανισιή  =  μοναχή.

31)Βρίξε  =  σώπα.

32)Νοστάρμαστη  =  νιόπαντρη.

33)Ξητιμασιές  =  βρισιές.

34)Σελίν  =  καρέκλα του τοκετού.

35)Τριβιτζιασμένη  =  ανήσυχη.

36)Εκούτσιησά του  =  του τα είπα.

37)Αύκοψες  =  αύριο βράδυ.

38)Ψης  =  σαν.

39)Δκιανεφτείτε  =  περπατήσετε.

40)Κρεμμασταρκάν  =  κρεμάλα.

41)Μήαρε  =  όμως.

42) Ρκα  =  σε τούτο το ποίημα  η «ρκα», δηλαδή η γριά που σώζει την Χιώτισσα από την ομηρεία,  είναι η Παναγιά η Νάπα .(Νάπα στα αρχαία ελληνικά σημαίνει Δάσος άρα  Άρτεμις). Υπάρχει ναός της Αγίας Νάπας στη Λεμεσό κοντά στο λιμάνι,αλλά και Χωριό στην περιοχή της Αμμοχώστου όπου βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας της Νάπας από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας και στην οποία αναφέρεται ο Σεφέρης.

43)Κρυφοπελλέταν  =  κρυφοκοίταζε.

Βιογραφικό σημείωμα για τον  ποιητή.

Ο Βασίλης Μιχαϊλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο της Κύπρου το 1849 και πέθανε στη Λεμεσό το 1917.

Μετά το  θάνατο της μητέρας του, παιδί ακόμα, τον αναλαμβάνει ο θείος του Χρύσανθος

Παπαοικονόμου, ποιητής και ζωγράφος και στη συνέχεια πηγαίνει στη Λευκωσία όπου παρακολουθεί μαθήματα στο σχολείο κοντά στον θείο του Ιωάννη Οικονομίδη, ιεροδιάκονο, σχολάρχη και μετέπειτα μητροπολίτη Κιτίου, Κυπριανό.

Ακολουθεί τον Κυπριανό στη Λάρνακα, επιστρέφει όμως (1868) στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει ζωγραφική, άλλη του μεγάλη αγάπη, κοντά στον αγιογράφο Χαράλαμπο Ζωγράφο. Για τον ίδιο λόγο πήγε στην Νεάπολη και τη Ρώμη γύρω στα1875. Στη Λευκωσία γνωρίζει τον Γεώργιο Βιζυηνό, που βρισκόταν στην Κύπρο προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Σοφρωνίου και τον μουσικό και δημοσιογράφο Στυλιανό Χουρμούζιο.Ο κύκλος αυτός συντελεί στη διαμόρφωση του ποιητικού του ταλέντου.

Από την Ιταλία  επέστρεψε στην Κύπρο μετά  από τρία χρόνια και αφού πολέμησε ως εθελοντής στην Ελλάδα για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Μεγαλωμένος μέσα στους  αντίλαλους του εθνικού πάθους, μεσ' τους απόηχους των θρύλων, που στους διαδρόμους της Αρχιεπισκοπής διατηρούσαν ολοζώντανα τα μαρτύρια των θυμάτων του μεγάλου αγώνα για τη λύτρωση του Γένους, συγκλονίζεται και γράφει την υπέροχη μπαλάντα του για το δράμα μιας νέας από τη Χίο που σύρθηκε σκλάβα στη Λεμεσό.

Στην έκδοση «Ποιήματα» της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λεμεσού (1960) ,στη σελίδα 28, αναφέρεται το ακόλουθο σημείωμα του Μιχαϊλίδη για τη Χιώτισσα : «Όταν ρωτούσα τους παλαιούς γέροντες δια τα εν Κύπρω συμβάντα του εικοσιένα, ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Κύζας μου είπε : «Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα. Γνωρίζω μόνον ότι εδώ εις την Λεμεσόν έφεραν οι Τούρκοι Χιώτισσες κι' έπουλούσαν, ένας δε Μπέης ξακουστός  και πλούσιος , έφερε μίαν Χιώτισσαν εις το σπίτι της Μαρουδίτσας, εις το οποίον  κάθεται σήμερον ο κ. Τρύφων Ηλιάδης και  κατόπιν  ήλθεν ο αδελφός  της με το καράβι και την έκλεψε  κρυφά κα έφυγεν. Επί των λόγων τούτων λοιπόν βασιζόμενος έκαμα το  ποίημα αυτό.»

Το έργο αποτελείται από  420 στίχους που χωρίζονται σε δεκάστιχες στροφές. Η μπαλάντα αυτή του 1894-5, χαρακτηρίζεται από ένα  σπάνιο λυρισμό που με ρυθμό ζωντανό, δυνατά σχήματα και ραγδαία διαδοχή εικόνων και συναισθημάτων ολοκληρώνεται σ' ένα από τα πιο εντυπωσιακά ποιήματα.

Κι' αυτό το έργο καταβάλλεται προσπάθεια ν' αποδοθεί στη διάλεκτο της Ανατολικής Κύπρου που παρουσιάζει όμοια διαλεκτικά στοιχεία με τη γλώσσα του Λευκονοικιάτη ποιητή.

Σύμφωνα με μια προσωπική μαρτυρία  (Α. Ευτυχίου) η Χιώτισσα τραγουδιόταν στο ορεινό χωριό Φτερικούδι γύρω στα 1934, από τις γυναίκες που μαζεύονταν για να ξεφλουδίσουν φουντούκια.

Παράλληλες μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι η «Χιώτισσα» απαγγέλονταν σε διάφορα χωριά της Κύπρου. Και ήταν τούτο μια ακόμη απόδειξη για την απήχηση που είχε η μπαλάντα στο λαό.

Ο άνθρωπος που γοήτευσε με τη ζωγραφική και την ποίησή του τελείωσε τη ζωή του στο Πτωχοκομείο Λεμεσού το 1917, φτωχός, αλκοολικός και μόνος.

Με τα επικά και επικολυρικά του έργα αναδεικνύεται ο εθνικός ποιητής της Κύπρου.

Αξιόλογα είναι επίσης τα ερωτικά και τα σατυρικά του ποιήματα. Τα άπαντά του Βασίλη Μιχαϊλίδη εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του και κυκλοφορούν σε δύο τόμους. Ο Ξιούτας και ο Ιντιάνος είναι από τους  από τους πρώτους  που ασχολήθηκαν με τη συλλογή των έργων του.

 

 

 

 

 

 

Πηγή: aggeliki-sirri.pblogs.gr

 

 

 

 

12

image

image

Newsletter