‘’ Το γαρ πολύ της θλίψεως μωρία εστί…’’ έτσι έλεγαν οι αρχαίοι, έτσι λέμε και εμείς στην Χίο που έχουμε το πρόβλημα το μεταναστευτικό και δεν γνωρίζουμε ποιόν να πρωτολυπηθούμε. Πρέπει να λυπηθούμε τους μετανάστες—πρόσφυγες τους καημένους που τους κυνήγησε ο πόλεμος και η φτώχια; Αυτοί έχουν εκνευρισθεί από την κλεισούρα και φιλονικούν, σπάζουν και βάζουν μπουρλότα. Είναι και οι άλλοι, αυτοί που έμαθαν ότι το Ελλαδιστάν έχει δημοκρατία και ήρθαν για να κλέβουν ελεύθερα και να παρανομούν παντοιοτρόπως.
Σχεδόν όλοι θέλουν να φύγουν για τις χώρες που σέρνουν τα σκυλιά με τα λουκάνικα αλλά οι Ευρωπαίοι δεν τους θέλουν γιατί δέρνουν τις γυναίκες, τις γκαστρώνουν παρά την θέλησή τους και τους τυλίγουν τα κεφάλια τους σε μανδήλες. Δεν τους θέλουν και γιατί οι ‘’επισκέπτες’’ μας είναι ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ και δεν προσαρμόζονται ποτέ και με τίποτα, αλλά απαιτούν να προσαρμοστούμε εμείς.
Στην λύπη μας γ’ αυτούς τους δυστυχισμένους πρέπει να προσθέσουμε και την δική μας στενοχώρια για ότι πάθαμε από κάποιους μουσαφιραίους μας. Αυτοί πέφτουν μέσα στα μποστάνια, στα κοτέτσια, στα ψυγεία και στα ντουλάπια και μετά μπαίνουν μέσα και αναστενάζουν οι ποντικοί. Αυτοί περνούν και από τα περίπτερα και τα πολυκαταστήματα και ψωνίζουν διάφορα μπινελίκια και μετά τα χρεώνουν στoν Αλλάχ, οι δε αστυνομικοί αντί να βοηθήσουν μας κακίζουν γιατί δεν κρατάμε τις πόρτες των καταστημάτων κλειστές.
Το χειρότερο χουνέρι όμως από όλους το έχουν πάθει οι γιατροί του Σκυλιτσείου Νοσοκομείου. Οι επισκέπτες μας είναι άνθρωποι φιλάσθενοι και η αρρώστια απλώνει κάτω από τις κακές συνθήκες διαβίωσης και επιδιώκουν να πάνε στην Αθήνα για να γιατρευτούν και τότε οι ελπίδες τους για να πάνε στην Ευρώπη θα αυξηθούν. Για να επιτύχουν την άφιξη τους στην Αττική πιάνουν το στομάχι, ή την καρδιά τους, τα έντερά τους, μερικοί πιάνουν τον ποπό τους και ψευτοβογκούν. Έτσι καταφέρνουν να πάνε στο Σκυλίτσειο και από εκεί επιδιώκουν να πάνε στην Αττική για νοσηλεία. Έτσι κατακλύζεται το νοσοκομείο από ψευτοασθενείς ο φόρτος εργασίας για τους γιατρούς είναι αβάστακτος και ‘’το γαρ πολύ της θλίψεως για τους μουσαφιραίους μωρία εστί’’. Ο φόρτος εργασίας των γιατρών βάζει σε μεγάλη αναμονή τους Χιώτες που πλήρωναν ασφάλιση μια ζωή. Όποιος λοιπόν έχει ανάγκη πρέπει να πάρει φούμο και να γίνει μουτζούρης να μιλά και τα κορακίστηκα να γίνει Τάλης, ή Πάκης, ή Φίλιπ. και αμέσως θα νοσηλευτεί.
Είναι λοιπόν καιρός να ποτίζουμε πρώτα την αυλή μας πριν να ποτίσουμε την ξένη αυλή. Οι γιατροί και οι νοσηλεύτριες μας συντροφεύουν και μας φροντίζουν σε όλη μας την ζωή, πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί χάριν σ’ αυτούς και πρέπει να τους συμπαρασταθούμε στις δύσκολες ημέρες τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών είναι ηλικιωμένοι Χιώτες κάτοικοι και Χιώτες μέτοικοι με προβλήματα υγείας. Η μακροχρόνια αναμονή θα υποχρεώσει τους μεν να παραμένουν για νοσηλεία στην Αθήνα και τους δε να πηγαίνουν στην Αθήνα για τον ίδιο σκοπό, με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία του νησιού. Πρόβλημα δημιουργείται και με τους γιατρούς των Αθηνών που θα αρνούνται να ενταχθούν στο Σκυλίτσειο κάτω από δυσμενείς συνθήκες. Ας γίνει λοιπόν μία επιτροπή συμπαράστασης από την τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικαλιστικούς φορείς και από παράγοντες της κοινωνικής ζωής στην οποία να συμμετέχουν γιατροί, και νοσηλεύτριες. Αυτή να κάνει διαβήματα και να διαδηλώσει, γιατί ούτε γιατροί μας περισσεύουν ούτε φάρμακα για πέταμα σε ψευδοασθενείς διαρκούσης της κρίσεως που βιώνουμε.
Ας καλοπληρώσουν λοιπόν και ας αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των γιατρών του Νοσοκομείου. Ας καλοπληρώσουν να φέρουν γιατρούς από την Αθήνα και νοσηλεύτριες να νοσηλεύουν τους πραγματικά ασθενείς της κάθε εθνότητας αφού πρώτα ενισχύσουν τις ιατρικές υποδομές.
Του Στέλιου Δ. Καραβόλου