ΑΡΘΡΑ

ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΗΣ ΠΕΠΟΝΙΑΣ

Παρασκευή, 14 Ιουλίου 2017 16:51
Εκτύπωση

12Οι καρποί της πεπονιάς αρχίζουν να ωριμάζουν σε χρονικό διάστημα το οποίο κυμαίνεται ενδεικτικά από 12-18 εβδομάδες (84-126 ημέρες) μετά τη σπορά. Το χρονικό αυτό διάστημα επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες γενετικούς και περιβαλλοντικούς. Ο βοτανικός τύπος και η ποικιλία ασκούν σημαντική επίδραση και για το λόγο αυτό, στην πράξη, οι ποικιλίες διακρίνονται σε πρώιμες, μεσοπρώιμες και όψιμες. Οι παράγοντες του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα η θερμοκρασία (εποχή) του έτους και η θερμοκρασία στο θερμοκήπιο, επίσης επηρεάζουν σημαντικά το χρόνο ωρίμανσης.

Σε γενικές γραμμές, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού τα οποία λαμβάνονται σαν κριτήρια ωρίμανσης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Το βασικό χρώμα του καρπού γίνεται πιο ανοικτόχρωμο π.χ. βαθυπράσινο χρώμα γίνεται πρασινοκίτρινο ή σχεδόν κίτρινο.

Η κατάσταση της δικτύωσης ή νεύρων στην επιφάνεια του καρπού (σε ποικιλίες που οι καρποί έχουν το χαρακτηριστικό αυτό). Στον ώριμο καρπό οι δικτυώσεις πρέπει να είναι καλά αναπτυγμένες, ανώμαλες, φελλώδεις, να είναι εξογκωμένες και να καλύπτουν την επιφάνεια του καρπού, ενώ στον ανώριμο καρπό είναι επίπεδες.

Η ‘’ουλή’’ που σχηματίζεται στο σημείο επαφής του μίσχου με τον καρπό (μετά από τράβηγμα του μίσχου) πρέπει να είναι ελαφρώς καθιζάνουσα, και στο σημείο αυτό να έχει σχηματιστεί ένα είδος ‘’κάλλου’’, που δείχνει ότι κατά το τράβηγμα του μίσχου ο καρπός αποχωρίστηκε εύκολα από αυτό και ότι δεν κόπηκε ο μίσχος.

Ώριμος καρπός έχει σχηματίσει πλήρως το χαρακτηριστικό του άρωμα.

Ένδειξη ωρίμανσης είναι και το ελαφρό μαλάκωμα της άκρης του καρπού στο αντίθετο του ποδίσκου άκρο, εκτός εάν το μαλάκωμα οφείλεται σε επανειλημμένες πιέσεις.

Οι ανώριμοι καρποί γενικά είναι σκληροί και χωρίς άρωμα και η εξωτερική τους επιφάνεια είναι φτωχή σε διακλαδώσεις, έχουν πράσινο χρωματισμό και ο μίσχος είναι στερεά κολλημένος στον καρπό.

Αντίθετα, υπερώριμοι καρποί είναι συνήθως μαλακοί, υδαρείς και ανούσιοι, έχουν έντονο κίτρινο χρωματισμό στην εξωτερική επιφάνεια, φέρουν βαθουλώματα στην επιφάνεια, και πιθανόν να αρχίζουν να αναπτύσσονται μούχλες στο σημείο επαφής με τον ποδίσκο και αλλά σημεία του καρπού.

Τα κριτήρια προσδιορισμού του βαθμού ωριμότητας του καρπού της πεπονιάς, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν είναι πάντα αλάνθαστα, αλλά απλώς ενδεικτικά. Ο καλλιεργητής για να επιλέξει τον καρπό που είναι ώριμος και καλής ποιότητας χρειάζεται εμπειρία, που αποκτάται έπειτα από συνεχή άσκηση και ‘’πειραματισμό’’, και διδάσκεται από τα σφάλματα και τις επιτυχίες του.

Προσδιορισμός της ωρίμανσης μπορεί να γίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια, με τη μέτρηση των διαλυτών στερεών, δηλαδή των υλικών (π.χ. σάκχαρα) που είναι διαλυμένα στο χυμό του καρπού.

Συγκομιδή

Όταν οι καρποί προορίζονται για τις ντόπιες αγορές που βρίσκονται σε μικρές αποστάσεις, οι καρποί πρέπει να παραμείνουν και να ωριμάσουν στα φυτά, αντίθετα, όταν θα μεταφερθούν μακριά κόβονται πιο νωρίς, χρειάζεται όμως προσοχή να μην κόβονται άγουροι, οπότε έχουν υποβαθμισμένη ποιότητα. Όμως, οι καρποί δεν πρέπει να παραμένουν πάνω στο φυτό και υπερωριμάζουν, γιατί υποβαθμίζεται η ποιότητα και μειώνεται η εμπορική τους αξία.

Η συγκομιδή των καρπών συνήθως γίνεται κάθε 3-5 ημέρες, εάν όμως οι θερμοκρασίες είναι πολύ υψηλές τότε επαναλαμβάνεται πιο συχνά. Συνιστάται να γίνεται το πρωί, όταν οι καρποί έχουν χαμηλή θερμοκρασία, διαφορετικά πρέπει να γίνεται πρόψυξη του καρπού. Οι καρποί κόβονται με μέρος του μίσχου με κοφτερό μαχαίρι ή ψαλίδι και τοποθετούνται σε κιβώτια ή κουβάδες και μεταφέρονται αμέσως στο συσκευαστήριο, όπου ακολουθεί διαλογή για ομοιομορφία στο μέγεθος, βαθμό ωρίμανσης, σχήμα, χρώμα κ.λπ. Πρέπει να επιδιώκεται προσεκτική μεταχείριση, γιατί οι τραυματισμοί προκαλούν γρήγορη καταστροφή του ώριμου καρπού.

Οι μέσες αποδόσεις κυμαίνονται από 4-8 τόννους ανά στρέμμα.

Το πεπόνι που παράγεται στο θερμοκήπιο δεν αποθηκεύεται. Μπορεί να διατηρηθεί μόνο για μικρές περιόδους (3-4 εβδομάδες). Η πλέον κατάλληλη θερμοκρασία είναι μεταξύ 7-10˚C και με Σ.Υ. 85-90%. Όταν το πεπόνι είναι πλήρως ώριμο, ο χρόνος διατήρησης του είναι μικρότερος.

 

 

 

 

Γράφει: Ανδριάνα Ν. Καρανικολή, Γεωπόνος.